- ανταπάντηση
- ηαπάντηση σε απάντηση: Στην ανταπάντησή του έβαλε οριστικά τα πράγματα στη θέση τους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανταπάντηση — η απάντηση που δίνεται για να αντικρούσει την απάντηση την οποία έδωσε κάποιος σε ερώτημα η άποψη που διατυπώθηκε προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανταπαντώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον φιλόλογο Γρηγόριο Παπαδόπουλο] … Dictionary of Greek
άμειψις — ἄμειψις ( έως), η (Α) [ἀμείβω] 1. αλλαγή, ανταλλαγή 2. μεταβολή, αλλοίωση 3. διαδοχή 4. ανταπόδοση 5. εύστροφη απάντηση, ανταπάντηση … Dictionary of Greek
ανάσταση — I Κατά τη διδασκαλία της Εκκλησίας, η Α. είναι το θεμελιώδες γεγονός κατά το οποίο ο Χριστός με τη σταύρωση και την ταφή κατάργησε το κράτος του θανάτου και χάρισε την αιώνια ζωή στο ανθρώπινο γένος. O Θεάνθρωπος ένωσε τη θεία με την ανθρώπινη… … Dictionary of Greek
αντιπρεσβεύομαι — ἀντιπρεσβεύομαι (Α) στέλνω σε ανταπάντηση πρέσβεις σε κάποιον που έστειλε πρέσβεις προηγουμένως … Dictionary of Greek
μετάληψη — η (ΑM μετάληψις) [μεταλαμβάνω] 1. μετοχή, συμμετοχή («ἀρκεῑ δὴ ἐπὶ λόγων μεταλήψει μεῑναι ἐνδελεχῶς καὶ ξυντόνως», Πλάτ.) 2. εκκλ. α) η συμμετοχή τών κληρικών και τών πιοτών στο μυστήριο τής Θείας Ευχαριστίας μετά τον αγιασμό τών Τιμίων Δώρων, η… … Dictionary of Greek
μεταληπτικός — μεταληπτικός, ή, όν (ΑM) [μεταλαμβάνω] αυτός που μπορεί να συμμετάσχει σε κάτι αρχ. 1. αυτός που γίνεται εξ αντιστροφής, αντίστροφος («μεταληπτική κίνησις», Γαλ.) 2. γραμμ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην από κοινού συμμετοχή, ο κοινός, ο… … Dictionary of Greek
παρακατάβασις — άσεως, ή, Α [παρακαταβαίνω] (ως νομ. όρος στο αττ. δίκ.) η απάντηση εκ μέρους τού κατηγορουμένου στην αναίρεση τής απολογίας του εκ μέρους τού κατηγόρου, ανταπάντηση («προτέρων τε καὶ ὑστέρων λήξεις ἀποκρίσεών τε ἀνάγκας καὶ παρακαταβάσεων», Πλάτ … Dictionary of Greek
συμβολικός — ή, ό / συμβολικός, ή, όν, ΝΜΑ [σύμβολο(ν)] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε σύμβολο, αυτός που σημαίνει κάτι με σύμβολο ή παριστάνεται με σύμβολα (α. «συμβολική παράσταση» β. «συμβολικὴ ἀπόκρισις», Φίλ. γ. «συμβολικὸς τρόπος διδασκαλίας»,… … Dictionary of Greek
Τεύτα — Βασίλισσα της Ιλλυρίας, η οποία διαδέχτηκε το 230 π.Χ. τον σύζυγό της Άγρωνα. Όταν η Ήπειρος, η Κέρκυρα και η Επίδαμνος λεηλατήθηκαν από Ιλλυριούς πειρατές κατά το 230 και 229, ζήτησαν τη βοήθεια των Ρωμαίων και αυτοί έστειλαν πρεσβεία προς την Τ … Dictionary of Greek